- διαγνώμων
- διαγνώμωνdistinguishingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαγνώμων — διαγνώμων, ον (AM) αρχ. μσν. (ως δικαν. όρος) διαιτητής αρχ. αυτός που διακρίνει και αναλόγως ανταμείβει … Dictionary of Greek
διαγνώμονα — διαγνώμων distinguishing neut nom/voc/acc pl διαγνώμων distinguishing masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγνωμόνων — διαγνώμων distinguishing gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγνώμονας — διαγνώμων distinguishing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγνώμονες — διαγνώμων distinguishing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγνώμονι — διαγνώμων distinguishing dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνώμονας — Όργανο που χρησιμεύει για τη χάραξη κάθετων ευθειών καθώς και για τον έλεγχο της καθετότητας δύο ευθειών ή δύο επιπέδων. Αποτελείται από δύο κανόνες σε ορθή γωνία. Για το γεωμετρικό σχέδιο ο γ. κατασκευάζεται, γενικά, σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου … Dictionary of Greek